ανθοστεφανωμένος

ανθοστεφανωμένος
η , ο[ν] , ανθοστεφής, ης, ες увенчанный цветами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανθοστεφανωμένος" в других словарях:

  • ανθοστεφανώνω — (ιδίως η μετοχή ανθοστεφανωμένος) στεφανώνω με λουλούδια, επιθέτω άνθινο στεφάνι …   Dictionary of Greek

  • ανθοστεφάνωτος — η, ο και ανθοστεφανωμένος, η, ο αυτός που φορεί στεφάνι από λουλούδια: Τη μέρα της Πρωτομαγιάς γύριζαν στο χωριό ανθοστεφάνωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»