- ανθοστεφανωμένος
- η , ο[ν] , ανθοστεφής, ης, ες увенчанный цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοστεφανώνω — (ιδίως η μετοχή ανθοστεφανωμένος) στεφανώνω με λουλούδια, επιθέτω άνθινο στεφάνι … Dictionary of Greek
ανθοστεφάνωτος — η, ο και ανθοστεφανωμένος, η, ο αυτός που φορεί στεφάνι από λουλούδια: Τη μέρα της Πρωτομαγιάς γύριζαν στο χωριό ανθοστεφάνωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)